θολοειδής

θολοειδής
-ές (Α θολοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει ή έχει σχήμα θόλου
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με θολία*
2. (ειδ.) το Πάνθεον στη Ρώμη.
επίρρ...
θολοειδώς (Α θολοειδῶς)
με τρόπο θολοειδή, όμοια με θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + -ειδής (< είδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θολοειδής — like a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα θόλου: Θολοειδές κοίλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θολοειδῆ — θολοειδής like a neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θολοειδής like a masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θολοειδής like a masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολοειδεῖς — θολοειδής like a masc/fem acc pl θολοειδής like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολοειδές — θολοειδής like a masc/fem voc sg θολοειδής like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολοειδῶς — θολοειδής like a adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • θολωτός — ή, ό (ΑΜ θολωτός, ή, όν) [θόλος] 1. αυτός που έχει θόλο 2. θολοειδής, αψιδωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”